- κνοος
- κνόοςстяж. κνόῦς ὅ скрипение или стук шагов Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνους — κνοῡς και κνόος, ὁ (Α) 1. το μέρος τού τροχού που βρίσκεται προς το άκρο τού άξονα 2. κρότος βημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρμ. παρ. τού κνύω*] … Dictionary of Greek